- δειδίσσομαι
- δειδίσσομαι, later [full] δεδίσσομαι, [dialect] Att. [suff] δειγμᾰτό-ττομαι: [tense] impf.A
ἐδεδίσκετο Ar.Lys.564
: [tense] fut.-ίξομαι Il.20.201
: [tense] aor. 1 inf. δειδίξασθαι (v. infr.),δεδίξασθαι Hsch.
; part.δεδιξάμενος D.19.291
:—causal of δείδω, frighten, alarm,μὴ . . δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν Il.4.184
, cf. 13.810, Pl. Phdr.245b, Luc.Bis Acc.7, etc.;μὴ δή μ' ἐπέεσσι . . ἔλπεο δειδίξεσθαι Il.20.201
, cf. Hes.Sc.111; Ἕκτορα . . ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι to scare him away from the corpse, Il.18.164 (in 2.190 οὔ σε ἔοικε, κακὸν ὥς, δειδίσσεσθαι it may be taken in either sense, cf. 15.196): c. inf.,φευγέμεν ἂψ ὀπίσω δειδίσσετο Theoc.25.74
, D.19.291, Prooem.43, D.H.1.71, al.; cf.δεδίσκομαι 11
.II intr., fear, ἢν ἡ γυνὴ . . δειδίσσηται (v.l. διδ-) Hp.Mul.1.25;μὴ . . λίην δειδίσσεο θυμῷ A.R. 2.1219
, cf. Plu.Dio57: c. acc., to be afraid of, Orph.A.56, etc.: [tense] aor.δειδισάμενος App.BC5.79
;τὴν αὐγήν Aret.CA1.1
;τὸν ἄνδρα Luc. Sol.5
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.